Πέμπτη 29 Απριλίου 2010

Κυριακή 25 Απριλίου 2010

τα είπες καλύτερα...

Της Κατερίνας Στεφάνου
ΠΟΛΙΤΗΣ 25/4/2010

Εξ ακοής πανικός

Άκουσαν, λέει, ότι στη Φανερωμένη γίνονται πράματα και θάματα και σκέφτονται να βάλουν τάξη. Τι δηλαδή; Ότι εκεί συγκεντρώνονται νεαροί και βάζουν μουσική, κάθονται στα σκαλιά, καπνίζουν τσιγάρα, πίνουν ποτά, κουβεντιάζουν και χορεύουν. Με λίγα λόγια διασκεδάζουν, όπως διασκεδάζουν όλοι σχεδόν οι άνθρωποι της ηλικίας τους. Καμιά φορά σκαρώνουν και αυτοσχέδιες παραστάσεις, γίνονται οι ίδιοι θέαμα και θεατές σε ένα θέατρο χωρίς εισιτήριο. Άκουσαν αλλά δεν είδαν. Δεν μπήκαν στον κόπο να παρκάρουν σε έναν από τους υπόγειους χώρους στάθμευσης της περιοχής και να διασχίσουν με τα πόδια τα λίγα μέτρα που τους χωρίζουν από τον φανερό κόσμο για να δουν αυτό που οι νεαροί δεν επιδιώκουν να κρύψουν αλλά μας φανερώνουν όταν συγκεντρώνονται.
Και κατέφυγαν σε μια εύκολη παρομοίωση, από αυτές που γεννούν φόβο και αποστροφή. "Δεν θα επιτρέψουμε να γίνουν Εξάρχεια η Φανερωμένη". Φαντάζομαι ούτε κι εκεί είχαν πάει ποτέ τους, στα Εξάρχεια. Τον καιρό δηλαδή που η ζωή εξελισσόταν με όλη τη δύναμη της φαντασίας που μπορεί να διαθέτει και πριν η αστυνομία τα καταστήσει γκέτο, με τις αλλεπάλληλες εκστρατείες εκκαθάρισης των "ανορθόδοξων" και των "παρεκκλινόντων". Γιατί κάπως έτσι περιορίστηκε η φυσιολογική ζωή στα Εξάρχεια και άφησε χώρο στην πραγματική εγκληματικότητα: από την προσπάθεια κάποιων να την καταστήσουν απολύτως κανονική.
Άκουσαν, λοιπόν, πως εκεί στη Φανερωμένη η διασκέδαση είναι φανερή, και τα συναισθήματα δεν κρύβονται, ούτε πληρώνουν εισιτήριο εισόδου για να στοιβαχτούν σε χώρους "ελεγχόμενους", όπου με την ανοχή ή και τη συνεργασία των αρχών σημειώνονται παραβάσεις, του τύπου "πώληση αλκοολούχων σε ανήλικους" και "χρήση απαγορευμένων ουσιών". Κι αυτό το φανερό της Φανερωμένης τούς τάραξε. Κι ίσως να σκέφτηκαν ότι αν υποχρεώσουν τους νέους να τραβηχτούν στο σκοτάδι, αν τους μαντρώσουν στα κλαμπ ή αν, ακόμα καλύτερα, τους πείσουν να περιορίσουν τη διασκέδασή τους στην κατ' οίκον παρακολούθηση dvd θα είναι καλύτερα. Αλλά τότε θα έχουν πράγματι ανοίξει το δρόμο για τα κυπριακά Εξάρχεια. Όταν τα πράγματα δεν θα είναι πια φανερά, στην περιοχή θα μείνουν μόνο οι επιτήδειοι, και τα σκαλιά και η πλατεία θα έχουν εκχωρηθεί σε πράξεις σκοτεινές και αληθινά παράνομες.
Ας προσπαθήσουν λοιπόν να νικήσουν την αμηχανία που αισθάνονται οι απολύτως "κανονικοί" στη θέα της ζωντάνιας και της δημιουργικότητας, ας αποτολμήσουν μια βόλτα στα φανερά της Φανερωμένης κι ας αναλογιστούν αν αξίζει τον κόπο να περιορίσουν το δημόσιο κάπνισμα, τα δημόσια αγκαλιάσματα και τη δημόσια κατανάλωση ποτού για να κερδίσουν πίσω ένα χώρο έρμαιο της εγκατάλειψης και της παραβατικότητας. Αν η Φανερωμένη επιστρέψει στο σκοτάδι θα έχουν κερδίσει πόντους στην καριέρα τους. Αλλά τα παιδιά της Φανερωμένης ξέρουν ήδη πως τη ζωή δεν τη ζεις μόνο πίσω από τα ντουβάρια, τη ζεις και καταργώντας τα.

Σάββατο 24 Απριλίου 2010

«πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη»






.




Έχασα πολλά λεφτά στη ζωή μου
Ποτέ δεν μέτρησα πόσα
Δεν τα σεβάστηκα, λες.
Ίσως.
Ποτέ δεν έμαθα να τα μετρώ
και τώρα είναι αργά να μάθω.

Ξόδεψα άπειρες ώρες σε δουλειές, κι όμως
διπλά να τις υπολογίσω για σύνταξη δεν φτάνουν.

Δεν τα υπολόγισα ποτέ,
μα ξέρω πως δούλεψα πολύ
κι ένιωθα καλά
μονάχα όταν γεννούσα.

Απ’ όσα γέννησα
δεν πήρα κάτι πίσω,
δεν ήτανε δικά μου.

Δούλευα συχνά χωρίς λεφτά
αρκεί να το μπορούσα,
κι αρκεί να ένιωθα ότι γεννούσα.

Στο τέλος έφευγαν - δεν ξέρω πόσα έφυγαν, πολλά,
τα πιο πολλά για πάντα.

Κάποια τ’ άρπαξαν βίαια, είδα κακία.

Λες, δεν τα προστάτεψες αρκετά

Ίσως, αλλά δεν ήτανε δικά μου.
Κι απ’ όσο ξέρω ούτε δικά τους ήταν.


...αν είχα λίγο χρόνο ακόμα!


Έφυγαν άνθρωποι και σχέσεις.
κάποιες βιαστικά και μισοτελειωμένες
κι άλλες μεστές, ολόκληρες, σωστές.

Χάθηκαν, δεν ένιωθα ποτέ πως ήρθαν για να μείνουν.
Χάθηκαν άνθρωποι που ακούμπαγε η ψυχή.
Που πήγαν, δεν έμαθα ποτέ.

Λες,
δεν θρήνησες πραγματικά.

Ίσως. Αλλά θρήνος γεμίζει το κενό που άφησαν εκείνοι.
Τι σημασία πόσο μεγάλο – τόσο όσο ήταν κ' αυτοί...
δεν τους εμέτρησα ποτέ.

Λες,
Δεν ήθελες ν’ αλλάξεις

Δεν ξέρω... γιατί ήμουν πάντοτε μονάχη μου εκεί.

Ρωτάς
Λάθη;

Έκανα πολλά. Ήτανε λάθος να μη μετρώ τα λάθη;

- Ίσως μεγάλο λάθος.

Ξέρω να μετρώ, θα μπορούσα και αγαπώ τα μαθηματικά και την αλήθεια.
Τα «οικονομικά» μισούσα... Εκεί δεν ήμουν ισολογισμένη...

Ένα είδος αναπηρίας είναι κι αυτό, μου λες.

Μα ξέρεις, μέτραγα, μάθαινα κι άλλαζα πάντα όταν γεννούσα.
Γινόμουν ένα μ’«εκείνο» για όσο καιρό κρατούσε.
Μαζί άλλαζαν οι τόποι, τα σπίτια, οι δουλειές, οι καριέρες, τα βιβλία, οι κουβέντες, τα τραγούδια, τα όνειρα, οι κατευθύνσεις, το χρώμα των μαλλιών, οι οικογένειες, οι φίλοι, το γέλιο, το κλάμα.

Πάντα ένιωθα
Πάντα μάθαινα να νιώθω.

Είδα...

Δεν φοβάμαι...

Είδα

κι ας συσσωρεύεται ο πόνος

κι ας φύγουν πάλι όλοι...

Ούτε τον πόνο ξέρω να μετρώ,
έμαθα να ζω μαζί του.

Χρόνιος πόνος – έτσι δεν λέγεται μετά από τόσα χρόνια;

Τώρα που χρόνο δεν έχω - πως έγινε αυτό;
Σαν να τον έζησα διπλά, σαν να τον έφαγα με μιας.
Άπληστη δεν ήμουνα ποτέ. Δεν ήθελα ποτέ πράγματα που θέλουν άλλοι.

Μόνο τον χρόνο μάσησα γοργά – δεν έμαθα να υπολογίζω


Κι αυτό απληστία είναι, λες.

Ίσως.

Όμως ξέρεις, τώρα που οι αριθμοί έγιναν ένας,
δεν θέλω να μάθω πια, δεν θέλω να αλλάξω...

μόνο ψυχή χωρά αυτός ο ένας χρόνος
μόνο γεννήματα μέσα σε εκείνους
τους λίγους
που μ’ αντέχουν ακόμα
και π’ αγαπώ.

Κι ας φύγουν κι εκεινοι - Κι ας φύγω κι εγω...

Το ξέρω τώρα,

δεν πρόκειται να μάθω ποτέ μου να μετρώ...

Πέμπτη 15 Απριλίου 2010

ασυνάρτητα





*






***



Ξερός τόπος.
Λίγους μήνες χορταριάζει για όλους,
εκτός αν είσαι δέντρο.


***


Χάλκινη βασίλισσα του δειλινού
μεσοπέλαγα να περιμένεις τα παιδιά σου


***


Εκείνα τα παιδιά με τα ορθάνοιχτα μάτια
σ' ακολουθούν παντού.



***


Άφησες κάτι πίσω σου για να ξανάρθεις.
δεν το κατάλαβα, στο έδωσα στην πόρτα.
Μάθαμε τα όχι πριν το ναι...