Πέμπτη 8 Σεπτεμβρίου 2011
V
Μες το πηγάδι της παλιάς ζωής δεν θα μπω τώρα μάνα.
κράτησες εκεί κάθε λογής σκουπίδια και κουφάρια.
Ήταν δικό μας το πηγάδι μάνα
Έχει καιρό που το άφησα κι ας μη το συχωράς
Χωματερή προσδοκιών με δυσοσμία αφόρητη,
πως δε σε πνίγει;
Μ’ αναπνοές ρηχές αναζητώ άλλα πηγάδια
να ‘ναι δεμένα στα υπόγεια ρεύματα και τις σπηλιές
να βρίσκω ξέπνοα με σταλαγμίτες και ρωγμές
Πονάει η ανάσα μου η μισή,
κιτρίνισε τα δάκτυλα η νικοτίνη
κι η ανάσα μου δεν λέει να βαθύνει,
λαχανιασμένη αναδυόμενη των ξένων πηγαδιών
Τα σ’ αγαπώ να τα μετρώ με αντοχές, βουτιές, ανάσες
και να φοβάμαι τη στιγμή που ερμητικά θα κλείσει
γιατί το ξέρουμε κι οι δυο πως θα ‘χει γίνει τάφος.
...
Έφυγα μάνα να σωθώ.
Πήρα απο τον Διάσπορο αυτο:
Σε απάντησην για αυτά που έγραψες....
..Ήθελα μόνος πρώτα να μπορέσω να στροβιλιστώ, ξένος,
να πιστέψω στο δικό μου έρωτα
και μές την μέθη του θεού τώρα που χάθηκα να σου το ψιθυρίσω
το "χαίρω"
γνωστή μου αγαπημένη
και νιόπαντρη.
Παράξενα θα με κοιτάξεις,
"πώς μπορείς να χαίρεσαι, δέ βλέπεις που πεθαίνω?"
-έτσι θα πείς
μα γλυκά θα σ' το τραγουδήσει το νέυ μου
"δές πώς με θάνατο γεννιέται ο έρωτας".
Τα σπίτια στην πλατεία εφώτισε η πυρά στο Γάμο σου
σε παίρνουνε δεμένη δυό άλογα εκεί να καείς
Μή φοβηθείς τον πόνο
Νύφη
στο λένε τα νταούλια, τα χειροκροτήματα,
στο λέω εγώ, ιδρωμένος μές το χορό μου
κι αν δέν πιστέψεις εμένα
ίσως πεισθείς με το τραγούδι μου.
Και να σταθείς ακίνητη,
χωρίς αντίσταση ή χτυποκάρδι
γυμνοσάνδαλη, καιόμενη νύφη
σήκωσε τα χέρια σάν η φωτιά θα κάψει το σχοινί
δόθου στο γλέντι της
Νά! δυό Εαυτές, η μιά ελεύθερη, η άλλη φυλακισμένη.
δίνουν τη σάρκα τους τροφή στη φλόγα
Θυμάσαι άραγε πώς ψάχνουμε στη χόβολη μετά?
Θα σε θυμίσω.
Γονατιστοί, αόμματοι και ψηλαφώντας ψάχνουμε
μέχρι τα δάχτυλα να ακουμπήσουν το Πράσινο Αβγό.
"Χαίρω" "Χαίρω"
κράτησες εκεί κάθε λογής σκουπίδια και κουφάρια.
Ήταν δικό μας το πηγάδι μάνα
Έχει καιρό που το άφησα κι ας μη το συχωράς
Χωματερή προσδοκιών με δυσοσμία αφόρητη,
πως δε σε πνίγει;
Μ’ αναπνοές ρηχές αναζητώ άλλα πηγάδια
να ‘ναι δεμένα στα υπόγεια ρεύματα και τις σπηλιές
να βρίσκω ξέπνοα με σταλαγμίτες και ρωγμές
Πονάει η ανάσα μου η μισή,
κιτρίνισε τα δάκτυλα η νικοτίνη
κι η ανάσα μου δεν λέει να βαθύνει,
λαχανιασμένη αναδυόμενη των ξένων πηγαδιών
Τα σ’ αγαπώ να τα μετρώ με αντοχές, βουτιές, ανάσες
και να φοβάμαι τη στιγμή που ερμητικά θα κλείσει
γιατί το ξέρουμε κι οι δυο πως θα ‘χει γίνει τάφος.
...
Έφυγα μάνα να σωθώ.
Πήρα απο τον Διάσπορο αυτο:
Σε απάντησην για αυτά που έγραψες....
..Ήθελα μόνος πρώτα να μπορέσω να στροβιλιστώ, ξένος,
να πιστέψω στο δικό μου έρωτα
και μές την μέθη του θεού τώρα που χάθηκα να σου το ψιθυρίσω
το "χαίρω"
γνωστή μου αγαπημένη
και νιόπαντρη.
Παράξενα θα με κοιτάξεις,
"πώς μπορείς να χαίρεσαι, δέ βλέπεις που πεθαίνω?"
-έτσι θα πείς
μα γλυκά θα σ' το τραγουδήσει το νέυ μου
"δές πώς με θάνατο γεννιέται ο έρωτας".
Τα σπίτια στην πλατεία εφώτισε η πυρά στο Γάμο σου
σε παίρνουνε δεμένη δυό άλογα εκεί να καείς
Μή φοβηθείς τον πόνο
Νύφη
στο λένε τα νταούλια, τα χειροκροτήματα,
στο λέω εγώ, ιδρωμένος μές το χορό μου
κι αν δέν πιστέψεις εμένα
ίσως πεισθείς με το τραγούδι μου.
Και να σταθείς ακίνητη,
χωρίς αντίσταση ή χτυποκάρδι
γυμνοσάνδαλη, καιόμενη νύφη
σήκωσε τα χέρια σάν η φωτιά θα κάψει το σχοινί
δόθου στο γλέντι της
Νά! δυό Εαυτές, η μιά ελεύθερη, η άλλη φυλακισμένη.
δίνουν τη σάρκα τους τροφή στη φλόγα
Θυμάσαι άραγε πώς ψάχνουμε στη χόβολη μετά?
Θα σε θυμίσω.
Γονατιστοί, αόμματοι και ψηλαφώντας ψάχνουμε
μέχρι τα δάχτυλα να ακουμπήσουν το Πράσινο Αβγό.
"Χαίρω" "Χαίρω"
Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011
IV
Κοίτα τα χέρια του μωρού
που το κενό θερίζουν
κάτι να βρουν να κρατηθούν,
και στέρνο να αφουγκραστούν
στην πρόωρη αίσθηση τ’αποχωρισμού,
σαστίζουν.
που το κενό θερίζουν
κάτι να βρουν να κρατηθούν,
και στέρνο να αφουγκραστούν
στην πρόωρη αίσθηση τ’αποχωρισμού,
σαστίζουν.
II
Να που καταλήξαμε και πάλι στην ανάγκη...
Μήτρα της αλλαγή, εξαρχής ζευγάρωσε τον πόνο
κορμί θνητό, μη χάσει τον ειρμό της
Μια ατέλειωτη γραμμή νεκρών
το εξελικτικό τερτίπι αφηγείται
με όρους αμιγώς δαρβινικούς
κι αναφέρει ευπειθώς
πως διόλου προσωπικό είναι.
Μα έλα που, με διάθεση χιουμοριστική,
συνείδηση φωτίζει αυτόν τον κρίκο.
Σαν τυχοδιώκτης πόνταρε στη ψυχαναλυτική
σύμφυτη με τη ζωή μια δεινή,
διπλή έλικα γονιδιακή
Να μαρτυρείς, να σκέφτεσαι,
να νιώθεις, να δημιουργείς
να κάνεις τον πόνο ομορφιά
- μια χαρακιά στον χρόνο
Μόνο που να, πως να στο πω; διστάζω...
Μόνο προσωπικό δεν είναι
Μήτρα της αλλαγή, εξαρχής ζευγάρωσε τον πόνο
κορμί θνητό, μη χάσει τον ειρμό της
Μια ατέλειωτη γραμμή νεκρών
το εξελικτικό τερτίπι αφηγείται
με όρους αμιγώς δαρβινικούς
κι αναφέρει ευπειθώς
πως διόλου προσωπικό είναι.
Μα έλα που, με διάθεση χιουμοριστική,
συνείδηση φωτίζει αυτόν τον κρίκο.
Σαν τυχοδιώκτης πόνταρε στη ψυχαναλυτική
σύμφυτη με τη ζωή μια δεινή,
διπλή έλικα γονιδιακή
Να μαρτυρείς, να σκέφτεσαι,
να νιώθεις, να δημιουργείς
να κάνεις τον πόνο ομορφιά
- μια χαρακιά στον χρόνο
Μόνο που να, πως να στο πω; διστάζω...
Μόνο προσωπικό δεν είναι
Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2011
Ι
Κι άσε με να περιγραψω αυτον τον πόνο
Εκεί στα σωθικά
Κάτω από τα πλευρά
Σαν υγρό πυρ να κατακλύζει
Να ρέει προς τη λεκάνη
να μουδιάζει τη μήτρα
να ξεχειλίζει στους μηρούς
Και μετά να χάνεται
πόνος που δεν φτάνει ποτέ τα πόδια
Αν έφτανε, θα τα βουτούσα σε κρύο νερό
και θα έσβηνα τη φωτιά που καίει
πόνος που ποτέ δεν φτάνει τα πέλματα
για να τον περπατήσω μακριά
Μένει μέσα μου – εκεί μες τον κορμό μου...
Δομικά να κατακλύζει το κέντρο βάρους μου
Να ελέγχει ακόμα και αυτή την αίσθηση της ισορροπίας
Εκεί στα σωθικά
Κάτω από τα πλευρά
Σαν υγρό πυρ να κατακλύζει
Να ρέει προς τη λεκάνη
να μουδιάζει τη μήτρα
να ξεχειλίζει στους μηρούς
Και μετά να χάνεται
πόνος που δεν φτάνει ποτέ τα πόδια
Αν έφτανε, θα τα βουτούσα σε κρύο νερό
και θα έσβηνα τη φωτιά που καίει
πόνος που ποτέ δεν φτάνει τα πέλματα
για να τον περπατήσω μακριά
Μένει μέσα μου – εκεί μες τον κορμό μου...
Δομικά να κατακλύζει το κέντρο βάρους μου
Να ελέγχει ακόμα και αυτή την αίσθηση της ισορροπίας
Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011
Ενα γενέθλιο ποιήμα για την Tζούλια
Σε γνώρισα, σε φίλησα, σ’ αγάπησα εντέλει,
Την ώρα που σε αγκάλιαζα έπαιζε ένα τέλι.
Ταξίδευα για να σε βρώ,
Κι ήταν μοιραίο να ξενιτευτώ.
Πρώτο ταξίδι ένα ταξί, στον Πύργο ήμασταν μαζί.
Στο δεύτερο άλλαζα ζωή, σε αγαπούσα με κορμί.
Στο τρίτο δε φοβήθηκα, μα να πονάς αρνήθηκα.
Στου Πάσχα την οχλοβοή, ήσουν καλή και τρυφερή.
Εκεί που οι λέξεις τους, μισές – μισές Ελληνικές,
Οι υπόλοιπες μοιάζουν Αγγλικές,
Το δέρμα τους είναι σκοτεινό, το ύψος τους είναι πολύ μικρό,
Έμεινες για πολύ καιρό.
Γιορτή σα σήμερα ξανά,
Κι έχω καμένα τα φτερά.
Μα σ’ αγαπώ, και ξόρκι στήνω δυνατό,
Να μη πονάς πόνο τυφλό.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!!
Χρήστος Φιλίππου
Την ώρα που σε αγκάλιαζα έπαιζε ένα τέλι.
Ταξίδευα για να σε βρώ,
Κι ήταν μοιραίο να ξενιτευτώ.
Πρώτο ταξίδι ένα ταξί, στον Πύργο ήμασταν μαζί.
Στο δεύτερο άλλαζα ζωή, σε αγαπούσα με κορμί.
Στο τρίτο δε φοβήθηκα, μα να πονάς αρνήθηκα.
Στου Πάσχα την οχλοβοή, ήσουν καλή και τρυφερή.
Εκεί που οι λέξεις τους, μισές – μισές Ελληνικές,
Οι υπόλοιπες μοιάζουν Αγγλικές,
Το δέρμα τους είναι σκοτεινό, το ύψος τους είναι πολύ μικρό,
Έμεινες για πολύ καιρό.
Γιορτή σα σήμερα ξανά,
Κι έχω καμένα τα φτερά.
Μα σ’ αγαπώ, και ξόρκι στήνω δυνατό,
Να μη πονάς πόνο τυφλό.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ!!!!
Χρήστος Φιλίππου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)