Βγήκα έξω, μάγισσα δαιμονισμένη,
στοιχειώνοντας το μαύρο αέρα,
παίρνοντας θάρρος απ΄ τη νύχτα.
Με τα όνειρά μου στο κακό,
περιπλανήθηκα,μόνη, τρελή,
με δάχτυλα δώδεκα.
Μια τέτοια γυναίκα,
εύκολα γυναίκα δεν τη λες.
Μια τέτοια γυναίκα ήμουν κι εγώ.
Βρήκα στο δάσος ζεστές σπηλιές,
τις γέμισα κουζινικά,
σκαλίσματα και ράφια,
ντουλάπια, μετάξια,
του κόσμου τα καλά.
Κι ετοίμασα φαΐ για ξωτικά και κάμπιες:
κλαίγοντας, συμμάζεψα καθετί ακατάστατο.
Μια τέτοια γυναίκα εύκολα την παρεξηγείς.
Μια τέτοια γυναίκα ήμουν κι εγώ.
Ανέβηκα στην άμαξά σου οδηγέ.
Χαιρέτησα στο διάβα μου χωριά,
με τα γυμνά μου χέρια.
Κι επέζησα μαθαίνοντας τα φωτεινά περάσματα
εκεί που οι φλόγες σου δαγκώνουν τους μηρούς μου
και τα πλευρά μου οι ρόδες σου συνθλίβουν
Μια τέτοια γυναίκα δεν ντρέπεται να πεθάνει.
Μια τέτοια γυναίκα ήμουν κι εγώ.
Anne Sexton (1960)