Μόλις είχαν τελειώσει
το καθάρισμα του σπιτιού από τη μεγάλη γιορτή. Τα τελευταία σερβίτσια ταχτοποιήθηκαν
στα ξύλινα ράφια της κουζίνας.
Το σπίτι φωτεινό από
την αντήχηση της γιορτής. Όταν την άγγιξε στο πρόσωπο με τα δυο του χέρια, ήταν
ζεστό το βλέμμα καθώς έγειρε το μέτωπό του, στο δικό της. Εκείνη λυγισμένη από τα
χρόνια κοίταξε λίγο πιο ψηλά κι αντάμωσε τα μάτια του διανύοντας τους δυο παράλληλους
διαύλους, για ώρα.
Περπάτησαν αγκαλιασμένοι
μέχρι την κάμαρα με το υπερυψωμένο κρεβάτι, εκεί που κύματα νιότης ασταμάτητα
ξεσπούσαν. Είχε μια γυαλάδα η όψη του λευκού στο ολομέταξο σκέπασμα και το λινό
σεντόνι με τα κρόσσια, απ’ αργαλειό που ύφαινε 40 χρόνια.
Γυμνά τα όμορφα κορμιά
τους ανέβηκαν μαζί. Πάντα τον δυσκόλευε το αριστερό γόνατο, το συγκρατούσε με
το ένα χέρι λίγο πριν ξαπλώσει κι εκείνη εναπόθετε αργά τη ράχη της στο νυφικό κρεβάτι.
Το είχαν συμφωνήσει
καιρό κι ήταν όλα με κάθε λεπτομέρεια φροντισμένα. Θα ‘χαν 3 μέρες αγκαλια μονάχα
οι δυο τους, κι η ουσία επιμελώς επιλεγμένη, ανώδυνα δρα με το μυαλό μέχρι το τέλος
διαυγές.
Ήταν μια θάλασσα
με ψάρια η αγκαλιά του και εκείνη ποτέ δεν έμενε ακίνητη ή σιωπηλή.. μονάχα τώρα
όλα γίνονταν ιδιαίτερα αργά, έτσι όπως το ‘χαν σχεδιασει εδώ και τόσα χρόνια κι
αυτή ήταν η στιγμή.
Κοίταξε το πρόσωπό της και μια χρυσοκόκκινη ανταύγεια στραφτάλισε
στις άσπρες μπούκλες της. Κοίταξε τον πρόσωπό του και δυο ουρανοί καθρέφτισαν ζωή
κι αυτος ήταν και πάλι αετός.
Ήταν το αγόρι της.
Ήταν το κορίτσι
του.
Ποτέ δεν τελείωναν
όσα είχαν να πουν ο ένας στην άλλη. Ώρες
μιλούσαν αγκαλιάζονταν, κοιμόντουσαν και δεν σηκώθηκα στιγμή από την νυφική την
κλίνη. Κομμάτι – κομμάτι αποσυρόταν το κορμί
κι είχαν περάσει δυο μέρες ήδη.
Ήταν στο μέσο της
τρίτης μέρας που μια ανησυχία ενοχική διαπέρασε τα μάτια της. Εκείνος γέλασε απαλά
που ‘ξερε το κορίτσι: «τι είναι;»
- «δεν ηθελα να φύγω
πρώτη, δεν θα άντεχα τον πόνο… έβαλα 3 σταγόνες παραπάνω. Με συγχωρείς; θα φύγω
πρώτη – δεν θα άντεχα – το συγχωρείς;»
- «ήσουν απρόβλεπτο
κι ατίθασο κορίτσι, πάντα μου ξέφευγες, γλιστρούσες ακόμα κι όταν ήσουν εκεί. Αν
σου το συγχωρώ; Πως θα μπορούσε να 'ναι αλλιώς; Μη φοβάσαι, θα ακολουθησω συντομα
(με ένα χαμόγελο παράταιρα αινιγματικό) Μην έχεις έννοια, θα σε κρατώ μέχρι να σε ξαναδω»
Την κοίταζε βαθιά
μέσα στα μάτια, ήταν αναπνοή και θέρμη το φιλί.
7’’ μέτρησαν από την
τελευταία λέξη,
κι έφυγαν μαζί….
5 σχόλια:
"Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά-κοντά για να μη τρέχουμε μέσα στη νύχτα να συναντηθούμε."
Τάσος Λειβαδίτης
Τυχεροί άνθρωποι, rose μου!
να σαι καλα που μου σχολιασες Νασια... αυτες οι απολυτότητες ειναι ρισκο να εκφραζονται ειτε ιδιωτικώς είτε δημοσίως
:)
σε ευχαριστω
τυχεροι!
Εκτιθέμεθα, rose, εκτιθέμεθα!
:)
:)))))))))))))))))))))
Δημοσίευση σχολίου